φλου

φλου
Ν
επίρρ.
1. ασαφώς
2. σε εκκρεμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flou «με χάρη, με αβρότητα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Καντάλ — (Cantal). Νομός (5.726 τ. χλμ., 150.778 κάτ. το 1999) της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Πρωτεύουσά του είναι η πόλη Οριγιάκ (30.600 κάτ.). Ο νομός αποτελεί κυρίως αγροτικό κέντρο, με βασικά προϊόντα τη σίκαλη, το σιτάρι, τη βρόμη και τις πατάτες. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”